" Ήταν μία φορά ένα παιδί που έβαζε συνεχώς τα παπούτσια του μπαμπά του. Κάποιο βράδυ ο μπαμπάς βαρέθηκε να του παίρνει το παιδί τα παπούτσια, κι έτσι το έβαλε κολλημένο στο φως, αλλά τα μεσάνυχτα έπεσε. Τότε είπε ο μπαμπάς "Τι συμβαίνει, μπήκε κλέφτης;"
Πάει να δει και βλέπει το παιδί στο έδαφος. Το παιδί, όμως, είχε μείνει αναμμένο. Τότε ο μπαμπάς δοκίμασε να του γυρίσει το κεφάλι, αλλά δεν έσβησε, δοκίμασε να του τραβήξει τα αυτιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του ζουλήξει τη μύτη, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του τραβήξει τα μαλλιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του πιέσει τον αφαλό, αλλά δεν έσβησε, δοκίμασε να του βγάλει τα παπούτσια και τα κατάφερε, το έσβησε. "
Ιστορία παιδιού, από το βιβλίο του Τζάνι Ροντάρι "Γραμματική της φαντασίας - Εισαγωγή στην τέχνη να επινοείς ιστορίες", εκδ. Μεταίχμιο
"Ήτανε μια φορά μια σκούπα κόκκινη που, επειδή δεν πήγαινε στο σχολείο, όπως δεν πηγαίνει καμία σκούπα εξάλλου, βαριόταν πολύ. Όλη μέρα για να μη βαριέται σκούπιζε το σπίτι. Σήκωνε μόνη της τα τραπέζια και τις καρέκλες και έκανε πολλή φασαρία. Το βράδυ, όμως, που όλοι κοιμούνταν, δεν είχε τι να κάνει και καθόταν σε μία γωνία και φύλαγε το σπίτι. Το εκνευριστικό ήταν ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, γιατί ένα μεγάλο ρολόι στο μέσο του σαλονιού μέτραγε φωναχτά το χρόνο και έκανε τικ και τακ.
Ένα βράδυ η σκούπα έξαλλη, δεν κρατήθηκε και ρώτησε το ρολόι γιατί δουλεύει μόνο τις νύχτες, μιας και εκείνη δεν το είχε ακούσει ποτέ την ημέρα να κάνει τα τικ και τα τακ του. Εκείνο, ξαναείπε τικ και μετά τακ και δεν της απάντησε. Η σκούπα θύμωσε πάρα πολύ και την επόμενη μέρα, όταν όλοι έλειπαν από το σπίτι, του έδωσε μια στην κεφάλα και το έριξε στο πάτωμα.
-"Τι έκανες;", μουρμούρισε το ρολόι. "Γιατί το έκανες αυτό;"
-"Για να μάθεις να απαντάς όταν σου μιλάνε και να μην κοροϊδεύεις", είπε η σκούπα.
Και τότε το ρολόι της διηγήθηκε ότι δεν επιτρεπόταν να της μιλήσει για να μη χάσει το μέτρημα του χρόνου και ότι αυτό δούλευε μέρα και νύχτα, χωρίς διακοπή ή άλλο διάλειμμα και ότι εκείνη έκανε τόση φασαρία την ημέρα που δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί και ότι πολλές φορές της είχε φωνάξει, για να της πει να κάνει ησυχία, αλλά εκείνη το είχε αγνοήσει και είχε χάσει πολλές φορές το μέτρημα εξαιτίας της. Και ότι τώρα πια, πάει, το χάλασε. Μπορούσε να το σκουπίσει άμα ήθελε και να το πετάξει στα σκουπίδια, αλλά δεν θα μπορούσε να σκουπίσει το χαμένο χρόνο.
Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα, είχε γυρίσει η οικογένεια. Νόμισαν ότι είχε χαλάσει το καρφάκι και γι' αυτό έπεσε το ρολόι, το πήγαν ένα ταξίδι και το ξαναέφεραν μετά από λίγες ημέρες πιο λαμπερό από ποτέ. Είχε σωθεί. Και η σκούπα, μετανιωμένη, δεν το ξαναενόχλησε ποτέ. Και του έκανε παρέα τις νύχτες κάνοντας και εκείνη τικ - τακ και γελούσανε. Και από τότε το τικ - τακ του ρολογιού το βράδυ ακούγεται πελώριο!"
Ιστορία "Κολλητήρι"
Πάει να δει και βλέπει το παιδί στο έδαφος. Το παιδί, όμως, είχε μείνει αναμμένο. Τότε ο μπαμπάς δοκίμασε να του γυρίσει το κεφάλι, αλλά δεν έσβησε, δοκίμασε να του τραβήξει τα αυτιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του ζουλήξει τη μύτη, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του τραβήξει τα μαλλιά, αλλά δεν έσβηνε, δοκίμασε να του πιέσει τον αφαλό, αλλά δεν έσβησε, δοκίμασε να του βγάλει τα παπούτσια και τα κατάφερε, το έσβησε. "
Ιστορία παιδιού, από το βιβλίο του Τζάνι Ροντάρι "Γραμματική της φαντασίας - Εισαγωγή στην τέχνη να επινοείς ιστορίες", εκδ. Μεταίχμιο
ΔΟΚΙΜΑΣΤΕ ΤΟ! - Άσκηση 1
Βάλτε στο παιδί δύο λέξεις, ένα "φανταστικό διώνυμο" και καλέστε το να βγάλει μια ιστορία. Χρησιμοποιείστε λέξεις από το καθημερινό μας λεξιλόγιο. Παράδειγμα: "Ρολόι" και "σκούπα". Τι μπορεί να συμβεί;"Ήτανε μια φορά μια σκούπα κόκκινη που, επειδή δεν πήγαινε στο σχολείο, όπως δεν πηγαίνει καμία σκούπα εξάλλου, βαριόταν πολύ. Όλη μέρα για να μη βαριέται σκούπιζε το σπίτι. Σήκωνε μόνη της τα τραπέζια και τις καρέκλες και έκανε πολλή φασαρία. Το βράδυ, όμως, που όλοι κοιμούνταν, δεν είχε τι να κάνει και καθόταν σε μία γωνία και φύλαγε το σπίτι. Το εκνευριστικό ήταν ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, γιατί ένα μεγάλο ρολόι στο μέσο του σαλονιού μέτραγε φωναχτά το χρόνο και έκανε τικ και τακ.
Ένα βράδυ η σκούπα έξαλλη, δεν κρατήθηκε και ρώτησε το ρολόι γιατί δουλεύει μόνο τις νύχτες, μιας και εκείνη δεν το είχε ακούσει ποτέ την ημέρα να κάνει τα τικ και τα τακ του. Εκείνο, ξαναείπε τικ και μετά τακ και δεν της απάντησε. Η σκούπα θύμωσε πάρα πολύ και την επόμενη μέρα, όταν όλοι έλειπαν από το σπίτι, του έδωσε μια στην κεφάλα και το έριξε στο πάτωμα.
-"Τι έκανες;", μουρμούρισε το ρολόι. "Γιατί το έκανες αυτό;"
-"Για να μάθεις να απαντάς όταν σου μιλάνε και να μην κοροϊδεύεις", είπε η σκούπα.
Και τότε το ρολόι της διηγήθηκε ότι δεν επιτρεπόταν να της μιλήσει για να μη χάσει το μέτρημα του χρόνου και ότι αυτό δούλευε μέρα και νύχτα, χωρίς διακοπή ή άλλο διάλειμμα και ότι εκείνη έκανε τόση φασαρία την ημέρα που δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί και ότι πολλές φορές της είχε φωνάξει, για να της πει να κάνει ησυχία, αλλά εκείνη το είχε αγνοήσει και είχε χάσει πολλές φορές το μέτρημα εξαιτίας της. Και ότι τώρα πια, πάει, το χάλασε. Μπορούσε να το σκουπίσει άμα ήθελε και να το πετάξει στα σκουπίδια, αλλά δεν θα μπορούσε να σκουπίσει το χαμένο χρόνο.
Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα, είχε γυρίσει η οικογένεια. Νόμισαν ότι είχε χαλάσει το καρφάκι και γι' αυτό έπεσε το ρολόι, το πήγαν ένα ταξίδι και το ξαναέφεραν μετά από λίγες ημέρες πιο λαμπερό από ποτέ. Είχε σωθεί. Και η σκούπα, μετανιωμένη, δεν το ξαναενόχλησε ποτέ. Και του έκανε παρέα τις νύχτες κάνοντας και εκείνη τικ - τακ και γελούσανε. Και από τότε το τικ - τακ του ρολογιού το βράδυ ακούγεται πελώριο!"
Ιστορία "Κολλητήρι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου