Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε ένα παραμύθι, που δεν είχε ειπωθεί. "Αυτό είναι πολύ κρίμα", σκεφτόταν το παραμύθι, για τον ίδιο του τον εαυτό. "Είμαι πολύ ευχάριστο και καλογραμμένο. Είναι κρίμα που κανείς δεν με έχει πει." Ήταν όντως μία πολύ περίεργη και δυσάρεστη κατάσταση. Όλα τα παραμύθια του κόσμου είχαν μπει σε ένα - το λιγότερο - παιδικό κεφάλι και είχαν κουρνιάσει. Είχαν βρει τη φωλιά που χρειάζονταν, για να κλωσήσουν τα αυγουλάκια τους, που λέγονται "σκέψεις". Εκτός από αυτό.
"Μα τι μου λείπει;", σκεφτόταν διαρκώς. "Έχω μία υπέροχη ιστορία αγάπης, μία νεράιδα, έναν ιππότη, ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος, δύο σκίουρους που μιλάνε..." Και μέτραγε και ξαναμέτραγε τα υλικά του, μέχρι που του τελείωναν τα δάχτυλα και ξανάρχιζε από την αρχή. Έτσι πέρναγε τις ώρες του, φυσώντας και ξεφυσώντας, ψάχνοντας να βρει το λάθος.
Μια μέρα αποφάσισε να φανεί γενναίο και να κάνει ό,τι δεν είχε τολμήσει ποτέ μέχρι τότε. Θα έμπαινε στο στόμα του πρώτου ανθρώπου που θα συναντούσε. Δεν το ένοιαζαν οι συνέπειες. Έπρεπε να ειπωθεί. Το καημένο...Πού να 'ξερε!!
"Με το ένα, με το δύο, με το τρία!", είπε και χύμηξε σε έναν...πολιτικό, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έκανε βαριές δηλώσεις για την εθνική οικονομία της χώρας του. Ο αφηγητής ζητά να τον συγχωρέσετε που δεν θυμάται σε ποια χώρα έγινε το περιστατικό, αλλά έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τότε... Εξάλλου, δεν έχει και πολύ σημασία. Το καημένο το παραμύθι...Πού να 'ξερε!!
"Οι ώρες που βιώνουμε είναι κρίσιμες. Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας ψευδός ιππότης, που δεν έλεγε το "ρο". Όλοι πρέπει να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων. "Ιππότη, ε, ιππότη, πες "αγριοκέρασο!". Εκτιμούμε τις προσπάθειες του λαού. Οι δύο σκίουροι που τον φρόντιζαν, ένα ζευγάρι φλύαρων και φιλικών τρωκτικών, ανησυχούσαν που τον έβλεπαν να κλείνεται στην ξύλινη καλύβα του..."
Στοπ. Τι σαματάς! Τι κακός χαμός...Το παραμύθι με ένα σάλτο πετάχτηκε έξω από εκείνο το απαίσιο στόμα, που μύριζε στάχτη και τσίχλα μέντας. Χωρίς να έχει καταλάβει τη γκάφα του, κάθισε να ανασάνει, αναστατωμένο, συγχυσμένο και ντροπιασμένο. Μα καλά, πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Τόσο απελπισμένο ήταν; Με τσακισμένη την υπερηφάνειά του, μετάνιωνε για την παράτολμη και χαζή πράξη του. "Ούτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ούτε εγώ θέλω να ειπωθώ από ένα τόσο βρώμικο στόμα. Έχω μία υπέροχη ιστορία αγάπης, μία νεράιδα, έναν ιππότη, ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος, δύο σκίουρους που μιλάνε..Είμαι τόσο ευχάριστο και καλογραμμένο. Θέλω να ειπωθώ και να εισακουστώ και να φωλιάσω και να κλωσήσω και να γεννήσω και να ξαναγεννηθώ...", έλεγε και ξανάλεγε και φυσούσε και ξεφυσούσε. Και, φυσικά, ούτε που πρόσεξε την αναστάτωση των παρόντων, την πτώση του πολιτικού και την επανάσταση που θα ακολουθούσε. Μάζεψε τις λέξεις του και έφυγε.
Τους επόμενους μήνες δοκίμασε την τύχη του, εισβάλλοντας σε στόματα ανθρώπινα, πολλά. Σε παιδικές χαρές, σε αυλές σχολείων, σε γυμναστήρια, σε καφετέριες όπου σύχναζαν οι ποιητές... Θα φανταζόταν κανείς ότι σε τέτοια περιβάλλοντα, το παραμύθι θα έβρισκε αυτό που έψαχνε, κάποιον να το αφηγηθεί όπως του άξιζε. Μα η πραγματικότητα είναι πολλές φορές σκληρή και ο κόσμος φοβάται όταν ξαφνικά μπαίνουν στο στόμα του λέξεις άγνωστης προέλευσης. Μπορεί το παραμύθι μας να ήταν τόσο ευχάριστο και καλογραμμένο όσο το ίδιο πίστευε για τον εαυτό του, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι και εμείς, αν ξαφνικά αρχίζαμε να λέμε ένα παραμύθι χωρίς να ξέρουμε το τέλος, θα ερχόμασταν σε δύσκολη θέση. Πώς να αφηγηθείς ένα παραμύθι, που του λείπει το "μύθι";
Η φήμη ότι κυκλοφορεί ένα παραμύθι, που μπαινοβγαίνει στα στόματα και δεν κάθεται μέχρι να τελειώσει, διαδόθηκε πιο γρήγορα και από τη σκόνη. Παρεξηγήσεις, κλάματα, αυτιά κλειστά και άλλα ευτράπελα δυνάμωσαν τόσο τον αστικό μύθο, ο οποίος με τη σειρά του γέννησε ψευτοήρωες, ψευτοπαραμυθάδες, που ισχυρίζονταν ότι τους είχε καταλάβει και αυτούς το ξεστρατισμένο παραμύθι. Άρχισαν, επίσης, να παρελαύνουν...τέλη. Ο καθένας αφηγούνταν την ιστορία όπως τον βόλευε και του άρεσε και της κότσαρε το τέλος που του ταίριαζε καλύτερα. Τα ηθικά διδάγματα άπειρα, όσοι και οι σφετεριστές.
Το παραμύθι μας ήταν τόσο βαθιά απογοητευμένο με τη δική του αποτυχία να ειπωθεί, από τη δική του ποταπή συμπεριφορά να προσπαθεί μάταια να βιάσει με τις λέξεις του τα ξένα στόματα και με τις αντιδράσεις που αυτό είχε προκαλέσει, που αποσύρθηκε σε ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος...Δεν μέτραγε πια τα δάχτυλα, δεν φυσούσε και ούτε ξεφυσούσε. Κοίταζε τα πελώρια φύλλα που άλλαζαν χρώμα, έβλεπε τον αγέρα να παίρνει τις τελείες του μακριά και ούτε που το πολυένοιαζε. Έμεινε γυμνό από σημεία στίξης και από τις πιο ελαφριές του λέξεις. Και ούτε που το πολυένοιαζε.
"Τα πουλιά πετούν. Τα τζιτζίκια λιγότερο. Οι άνθρωποι καθόλου.", είπε μετά από βαθύ συλλογισμό κι αποκοιμήθηκε.
Ένα, αρκετά πεινασμένο, σκουλήκι έτυχε να περάσει δίπλα του, εκείνη την ώρα και, όπως ήταν αναμενόμενο, το πέρασε για μεζέ και το κατάπιε. Αυτό ήταν το τέλος για το παραμύθι χωρίς "μύθι". Και η αρχή. Γιατί, όπως ήταν αναμενόμενο, ένα γλυκύτατο πουλάκι κατάπιε με τη σειρά του το σκουλήκι, και έτσι, μέσα από την αναμενόμενη και χωρίς εκπλήξεις αλυσίδα της ζωής, το παραμύθι μας βρήκε τον τρόπο να ειπωθεί, σε ένα γλυκό κελάηδημα. Πετώντας. Είχε πια βρει τη φωλιά που έψαχνε.
Κολλητήρι